η / πληροφόρησις, -ήσεως, ΝΑ πληροφορώ1. νεοελλ. παροχή πληροφοριών, ενημέρωση2. φρ. «επιστήμη πληροφόρησης»μαθημ. η πληροφορικήαρχ.ωριμότητα («τῶν σπερμάτων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς πληροφορήσεις», Πτολ.).