πληροφόρηση

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / πληροφόρησις, -ήσεως, ΝΑ πληροφορώ
1. νεοελλ. παροχή πληροφοριών, ενημέρωση
2. φρ. «επιστήμη πληροφόρησης»
μαθημ. η πληροφορική
αρχ.
ωριμότητα («τῶν σπερμάτων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς πληροφορήσεις», Πτολ.).