πλόκιμος

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A for plaiting, κάλαμος Thphr.HP4.11.1.

German (Pape)

[Seite 637] zum Flechten gehörig, geschickt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πλόκιμος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς πλέξιμον, κάλαμος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατάλληλος για πλέξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλόκος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. τρόχ-ιμος, φρόν-ιμος)].