πλύνος

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

German (Pape)

[Seite 638] eine Sache, die gewaschen wird, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. πλυνός.

Greek Monolingual

ὁ, Α πλύνω
1. το πλύσιμο
2. κάτι που έχει πλυθεί
3. φρ. α) «νιτρική πλύνου» — νιτρικό σαπούνι
β) μτφ. «πλύνον ποιῶ τινα» — πλύνω
γ) μτφ. «πλύνον πλύνεσθαι» — υβρίζομαι.