[Seite 638] eine Sache, die gewaschen wird, Sp.
ου (ὁ) :c. πλυνός.
ὁ, Α πλύνω1. το πλύσιμο2. κάτι που έχει πλυθεί3. φρ. α) «νιτρική πλύνου» — νιτρικό σαπούνιβ) μτφ. «πλύνον ποιῶ τινα» — πλύνωγ) μτφ. «πλύνον πλύνεσθαι» — υβρίζομαι.