πλησίφωτος

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A = πλησίφως, Plot.2.3.5.

German (Pape)

[Seite 635] = Vorigem, Nicet.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
πλησιφαής, πλησίφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος< θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι (πρβλ. αόρ. -πλησ-α) + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. λειψί-φωτος, ληξί- φωτος].