πλεξείω

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

Desiderat. of πλέκω, Hdn.Epim.249.

German (Pape)

[Seite 630] desiderat. zu πλέκω, Hdn. epimer. 249.

Greek (Liddell-Scott)

πλεξείω: ἐφετικ. τοῦ πλέκω, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 249.

Greek Monolingual

Α
εφετ. τ. του πλέκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλεκ- του πλέκω + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. πολεμη-σείω)].