πλουσιοπάροχος
Greek (Liddell-Scott)
πλουσιοπάροχος: -ον, ὁ πλουσίως παρέχων τι, γενναιόδωρος, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. πλουσιοπαρόχως, ἀνώνυμος ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 75,
Greek Monolingual
-η, -ο / πλουσιοπάροχος, -ον, ΝΜ
1. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι πλούσια, γενναιόδωρος
2. αυτός που παρέχεται με πλούσιο τρόπο, άφθονος.
επίρρ...
πλουσιοπαρόχως ΝΜΑ και πλουσιοπάροχα Ν
κατά τρόπο πλουσιοπάροχο, γενναιόδωρο
νεοελλ.
με μεγάλη αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + πάροχος (< παρέχω), πρβλ. ευ-πάροχος.