ποδοβολητό

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν ο κρότος από το βάδισμα ή το τρέξιμο πολλών ανθρώπων ή ζώων, ιδίως αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. ροχαλ-ητό)].