ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
-έω, Νπροκαλώ θόρυβο με το βάδισμα ή με τον τροχασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + -βολώ (-βόλος < βάλλω), πρβλ. γεννοβολώ, σπιθοβολώ].