ποδοβολώ

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

-έω, Ν
προκαλώ θόρυβο με το βάδισμα ή με τον τροχασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + -βολώ (-βόλος < βάλλω), πρβλ. γεννοβολώ, σπιθοβολώ].