ποδοσφαιρικός

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό ποδόσφαιρο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ποδόσφαιρο (α. «ποδοσφαιρική ομάδα» β. «ποδοσφαιρικός αγώνας»].