ποδοσφαιρικός
Greek Monolingual
-ή, -ό ποδόσφαιρο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ποδόσφαιρο (α. «ποδοσφαιρική ομάδα» β. «ποδοσφαιρικός αγώνας»].
-ή, -ό ποδόσφαιρο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ποδόσφαιρο (α. «ποδοσφαιρική ομάδα» β. «ποδοσφαιρικός αγώνας»].