πολτάριον

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of πόλτος,

   A little porridge, poor bad porridge, Dsc.2.92, Philum. ap. Orib.45.29.3.

German (Pape)

[Seite 658] τό, dim. von πόλτος, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πολτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ πόλτος, ὀλίγος πόλτος, Διοσκ. 2. 114· πολταρίδιον, Γαλην. πολτίον, Γλωσσ.· ― πρβλ. πολφός.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(υποκορ. του πολτός) λίγος πολτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολτός + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλι-άριον, φαν-άριον)].