πολτοποίηση

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
η μετατροπή σε πολτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολτοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. πολτοποίησις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].