πολύτρεπτος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A much-turning, changeable, Plu.2.423a.

German (Pape)

[Seite 675] viel umgewandt, veränderlich, Plut. def. or. 23 M. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτρεπτος: -ον, ὁ πολὺ τρεπόμενος, εὐμετάβολος, Πλούτ. 2. 423Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on tourne aisément, très mobile.
Étymologie: πολύς, τρέπω.

Greek Monolingual

-ον, Α
ευμετάβλητος, ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρεπτός (< τρέπω), πρβλ. εύ-τρεπτος].