πολυχρήμων

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A = πολυχρήματος, Plb.18.35.9 (Sup.), Man.4.21.

German (Pape)

[Seite 677] ονος, = πολυχρήματος; Pol. πόλις πολυχρημονεστάτη, 18, 18, 9; ἄνδρες, Man. 4, 21; κτῆσις, ib. 102.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρήμων: -ον, γεν. ονος, = πολυχρήματος, Πολύβ. 18. 18, 9.

Greek Monolingual

-ύχρημον, Α
πολυχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρήμων (< χρῆμα), πρβλ. φιλο-χρήμων].