πολυχρήμων

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχρήμων Medium diacritics: πολυχρήμων Low diacritics: πολυχρήμων Capitals: ΠΟΛΥΧΡΗΜΩΝ
Transliteration A: polychrḗmōn Transliteration B: polychrēmōn Transliteration C: polychrimon Beta Code: poluxrh/mwn

English (LSJ)

πολυχρήμον, gen. ονος, = πολυχρήματος, Plb.18.35.9 (Sup.), Man.4.21.

German (Pape)

[Seite 677] ονος, = πολυχρήματος; Pol. πόλις πολυχρημονεστάτη, 18, 18, 9; ἄνδρες, Man. 4, 21; κτῆσις, ib. 102.

Russian (Dvoretsky)

πολυχρήμων: 2, gen. ονος весьма состоятельный, богатый (πόλις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρήμων: -ον, γεν. ονος, = πολυχρήματος, Πολύβ. 18. 18, 9.

Greek Monolingual

-ύχρημον, Α
πολυχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρήμων (< χρῆμα), πρβλ. φιλοχρήμων].