πολυχρήμων
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
πολυχρήμον, gen. ονος, = πολυχρήματος, Plb.18.35.9 (Sup.), Man.4.21.
German (Pape)
[Seite 677] ονος, = πολυχρήματος; Pol. πόλις πολυχρημονεστάτη, 18, 18, 9; ἄνδρες, Man. 4, 21; κτῆσις, ib. 102.
Russian (Dvoretsky)
πολυχρήμων: 2, gen. ονος весьма состоятельный, богатый (πόλις Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρήμων: -ον, γεν. ονος, = πολυχρήματος, Πολύβ. 18. 18, 9.
Greek Monolingual
-ύχρημον, Α
πολυχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρήμων (< χρῆμα), πρβλ. φιλοχρήμων].