πουρί

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ.
1. πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, πωρόλιθος
2. ασβεστούχο υπόλειμμα που επικάθεται ως επίστρωμα σε δόντια, σε δοχεία βρασμού ή σε σωλήνες, ίζημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωρί(ον), υποκορ. του αρχ. πώρος. Για την τροπή του -ω- σε -ου-, πρβλ. κώδων: κουδούνι, πῶλος: πουλάρι].