πωρόλιθος
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Greek Monolingual
ο, Ν
(πετρογρ.)
1. πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα που αποτελεί, συνήθως, σχηματισμό γλυκών νερών, πλούσιων σε ανθρακικό ασβέστιο
2. ο χαρακτηρισμός ορισμένων ασβεστομαργαϊκών ή ψαμμιτικών πετρωμάτων θαλάσσιας προέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος + λίθος.