πωρόλιθος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

ο, Ν
(πετρογρ.)
1. πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα που αποτελεί, συνήθως, σχηματισμό γλυκών νερών, πλούσιων σε ανθρακικό ασβέστιο
2. ο χαρακτηρισμός ορισμένων ασβεστομαργαϊκών ή ψαμμιτικών πετρωμάτων θαλάσσιας προέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος + λίθος.