ποτούς

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποτὶ τους, Α
προς τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πο(τ) τους < ποτί με αποκοπή πριν από το άρθρο τους (πρβλ. ποτόν)].