ποππυλιάζω

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

Dor. -άσδω, = foreg. 1, ib.89.

German (Pape)

[Seite 682] dor. ποππυλιάσδω, = ποππύζω, Theocr. 5, 89, ποππυλιάσδει ἁδύ τι.

Greek (Liddell-Scott)

ποππῠλῐάζω: Δωρ. -άσδω, = τῷ προηγ. Ι, Θεόκρ. 5. 89.

Greek Monolingual

και, κατά δ. γρφ., παππυλιάζω, δωρ. τ. ποππυλιάσδω Α
συρίζω για να καλέσω ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του ποππύζω με επέκταση -λ- (πρβλ. βομβυλιάζω: βόμβος)].