ποππυλιάζω

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποππῠλῐάζω Medium diacritics: ποππυλιάζω Low diacritics: ποππυλιάζω Capitals: ΠΟΠΠΥΛΙΑΖΩ
Transliteration A: poppyliázō Transliteration B: poppyliazō Transliteration C: poppyliazo Beta Code: poppulia/zw

English (LSJ)

Dor. ποππυλιάσδω, = ποππύζω (smack the lips, cluck, call to, applaud, smack, play badly, let the breath be heard, whistle, cheep, chirp, play ill) I, Theoc. 5.89.

German (Pape)

[Seite 682] dor. ποππυλιάσδω, = ποππύζω, Theocr. 5, 89, ποππυλιάσδει ἁδύ τι.

Greek (Liddell-Scott)

ποππῠλῐάζω: Δωρ. -άσδω, = τῷ προηγ. Ι, Θεόκρ. 5. 89.

Greek Monolingual

και, κατά δ. γρφ., παππυλιάζω, δωρ. τ. ποππυλιάσδω Α
συρίζω για να καλέσω ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του ποππύζω με επέκταση -λ- (πρβλ. βομβυλιάζω: βόμβος)].

Greek Monotonic

ποππῠλῐάζω: Δωρ. -άσδω, = το προηγ. I, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ποππῠλῐάζω, =ποππύζω I, Theocr.]