παππυλιάζω
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
v.l. for ποππυλιάζω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 466] = ποππυλιάζω, Eust. 565, 12.
Greek (Liddell-Scott)
παππυλιάζω: ἀντὶ ποππυλιάζω, «τὸ ποππύζειν καὶ ποππυλιάζειν λέγεται Δωρικῶς. Θεόκριτος· «καὶ ἁδύ τι ποππυλιάσδει»· τινὲς δὲ αὐτὸ παππυλιάσδει γράφουσι» Εὐστ. 565, 12.
Greek Monolingual
Α
βλ. παππυλιάζω.