πόρευσις

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = πορεία, γένεσις π. εἰς τὸ εἶναι Pl.Def.411a, cf. LXXGe.33.14.

German (Pape)

[Seite 682] ἡ, = πορεία, Sp., wie Schol. Lycophr. 11; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πόρευσις: ἡ, = πορεία, Πλάτ. Ὅροι 411Α, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΓϳ, 14).

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α πορεύω
1. πορεία
2. μτφ. μετάβαση σε μία κατάσταση.