πορθμευτής

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = foreg., Eust. 1888.10.

German (Pape)

[Seite 683] ὁ, = Vorigem, Sp., vgl. Lob. Phryn. 376.

Greek (Liddell-Scott)

πορθμευτής: Δωρ. -τάς, ὁ, = πορθμεύς, Εὐστ. 1888. 10· π. φωτός, ὁ φέρων τὸ φῶς, Συνεσ. Ὕμν. 5. 8· ― θηλ. πορθμεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 4961.

Greek Monolingual

ο, ΜΑ, δωρ. τ. πορθμευτάς, Α, θηλ. πορθμεύτρια, Μ πορθμεύω
πορθμέας
αρχ.
μτφ. αυτός που μεταφέρει που μεταδίδει κάτι («πορθευτὴς φωτός», Συνέσ.).