πρακτικογράφος
Greek Monolingual
ο, η, Ν
1. (νομ.) άτομο που είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να καταγράφει τις γνώμες και τις αποφάσεις ενός συλλογικού οργάνου
2. υπάλληλος που ασχολείται με την τήρηση τών πρακτικών τών συνεδριάσεων και συζητήσεων ενός σώματος («πρακτικογράφος της Βουλής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρακτικά + -γράφος. Ο τ., στον πληθ. πρακτικογράφοι, μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Θωμά].