το, Νο πώλος, νεαρό άλογο, μουλάρι ή γαϊδούρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πωλάριον υποκορ. του αρχ. πῶλος. Για την τροπή του -ω- σε -ου-, πρβλ. κώδων: κουδούνι].