πώλος

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

ο / πῶλος, Ν ΜΑ
ζωολ. γενική ονομασία τών νεαρών ιπποειδών, αλλ. πουλάρι
αρχ.
1. (γενικά) μικρό ή νεαρό ζώο (α. «κάμηλος πῶλος», πάπ.
β. «πῶλοι βουβαλίδων», Αιλ.)
2. κορινθιακό νόμισμα που ονομάστηκε έτσι επειδή έφερε την εικόνα του Πήγασου
3. τίτλος ιέρειας της Δήμητρος ή της Περσεφόνης
4. (στην Αίγυπτο) τίτλος ιέρειας της Ίσιδος («ἱερὸς πῶλος Ἴσιδος», πάπ.)
5. μτφ. α) νεαρή κόρη, κορίτσι
β) (σπάνια) νεαρός, παλληκάρι
γ) πόρνη («πῶλοι Κυπρίδος», Εύβουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πῶλος (< pōu-lo-s) συνδέεται με τα γερμ. Fohlen / Fullen «πουλάρι» (πρβλ. και λατ. pullus «πουλάρι») και, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pew-/ pow- με σημ. «λίγος, μικρός» (πρβλ. παῖς, λατ. puer «παιδί»). Ο δυσερμήνευτος μακρόχρονος φωνηεντισμός -ω- του τ. αντιστοιχεί στο αλβαν. pele «φοράδα» και πιθ. στο αρμεν. ul «κατσικάκι». Ο τ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. poro)].