προάναρχος

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Greek (Liddell-Scott)

προάναρχος: -ον, ὁ πρὸ πάσης ἀρχῆς καὶ ἄνευ ἀρχῆς, θεὸς Ἀνθ. Π. 1. 27· τῷ προανάρχῳ θεῷ φίλα Εὐστ. Πονημάτ. 76. 77· πρβλ. προανούσιος.

Greek Monolingual

-ον ΜΑ
αυτός που βρίσκεται πριν από κάθε αρχή και είναι χωρίς αρχή («υἱέ θεοῡ, Χριστέ, προάναρχε ἁπάντων», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
προανάρχως (Μ)
πριν από κάθε αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἄναρχος «αυτός που δεν έχει αρχή»].