προαφέλκω

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A draw off first, Aët.6.28 (Pass.).

Greek Monolingual

Α
τραβώ κάτι πρώτος ή για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀφέλκω «αποσπώ, σέρνω»].