αποσπώ
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποσπῶ, ἀποσπάω)
1. τραβώ βίαια, αποχωρίζω
2. απομακρύνω κάποιον από κάτι
μσν.- νεοελλ.
1. τραβώ, ξεριζώνω
2. (για δέντρα) σπάζω
3. ελευθερώνω
νεοελλ.
(για υπαλλήλους και στρατιωτικούς) μετακινώ κάποιον προσωρινά από την οργανική του θέση σε άλλη
αρχ.
Ι. 1. αποστερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι
2. σύρω, τραβώ κάποιον
3. εξάγω, βγάζω κάτι από τη θέση του
4. (για στρατό) αποσύρω, μετακινώ
II. (ἀποσπώμαι)
1. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου
2. (για οστά) βγαίνω απ' τη θέση μου
3. (μτχ. παθ. πρκμ.) ὁ ἀπεσπασμένος
ο ευνούχος.