A throw back the accent, Sch.Ar.Pax62.
προαναπέμπω: ἀναπέμπω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 284;.
Ααποστέλλω προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναπέμπω «στέλνω προς τα πάνω»].