προαναπέμπω

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A throw back the accent, Sch.Ar.Pax62.

Greek (Liddell-Scott)

προαναπέμπω: ἀναπέμπω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 284;.

Greek Monolingual

Α
αποστέλλω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναπέμπω «στέλνω προς τα πάνω»].