προαναπέμπω
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
throw back the accent, Sch.Ar.Pax62.
Greek (Liddell-Scott)
προαναπέμπω: ἀναπέμπω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 284;.
Greek Monolingual
Α
αποστέλλω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναπέμπω «στέλνω προς τα πάνω»].