και δ. γρφ. προβατύλα, η, Νη χαρακτηριστική δυσοσμία που αναδίδουν τα πρόβατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. -ίλα (πρβλ. τραγ-ίλα)].