προβατύλλιον

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Greek (Liddell-Scott)

προβατύλλιον: τό, μικρὸν πρόβατον, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 44, 23, ἔκδ. Λ. ― Ὁ Ἀκομ. ἀναφέρει μετὰ καὶ ἄλλων ὀλίγων τὴν λέξιν ταύτην ὡς ἰδιάζουσαν τοῖς ἐπ’ αὐτοῦ Ἀθηναίοις, ἀλλὰ τὴν σήμερον οὕτω δὲν σῴζεται, καθώς μ’ ἐβεβαίωσαν αὐτόχθονες Ἀθηναῖοι καὶ Ἀθηναῖαι, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
(με υποκορ. σημ.) μικρό πρόβατο, προβατάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + υποκορ. κατάλ. -ύλλιον (πρβλ. ανθ-ύλλιον)].