προβατάκι

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418

Greek Monolingual

το, Ν πρόβατο
(ως υποκορ.) μικρό πρόβατο, αρνάκι («κι άλογα δεν ήβρανε, προβατάκια πήρανε», δημ. τραγούδι)
2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ήπιος, μειλίχιος, άκακος, αφελής
3. στον πληθ. τα προβατάκια
μτφ. οι λευκοί αφροί που σχηματίζονται κατά διαστήματα στην κορυφή τών κυμάτων και οι οποίοι από μακριά δίνουν την εντύπωση ποιμνίων.