προβατάκι
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
το, Ν πρόβατο
(ως υποκορ.) μικρό πρόβατο, αρνάκι («κι άλογα δεν ήβρανε, προβατάκια πήρανε», δημ. τραγούδι)
2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ήπιος, μειλίχιος, άκακος, αφελής
3. στον πληθ. τα προβατάκια
μτφ. οι λευκοί αφροί που σχηματίζονται κατά διαστήματα στην κορυφή τών κυμάτων και οι οποίοι από μακριά δίνουν την εντύπωση ποιμνίων.