προεξετάζω

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A examine beforehand, τόπους, εἰ βέβηλοι Ph.2.271, cf. Luc.Merc.Cond.5, Gal.6.723, S.E.M.8.265:—Pass., J.Ap.2.1.    II prefer, τῆς τοῦ σώματος ἀγχιστείας τὴν τῆς ψυχῆς π. Them.Or.5.65c.

German (Pape)

[Seite 721] vorher ausforschen, Luc. merc. cond. 5.

Greek (Liddell-Scott)

προεξετάζω: ἐξετάζω πρότερον, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 265.

French (Bailly abrégé)

examiner à fond, d’avance.
Étymologie: πρό, ἐξετάζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
εξετάζω προηγουμένως κάτι
αρχ.
προτιμώ, προκρίνω.