προενίσταμαι

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

Med.,

   A object beforehand, Arist. SE174b30.

German (Pape)

[Seite 720] vorher einwerfen; Arist. soph. el. 15, 8; προενστατέον, ib. 17.

Greek (Liddell-Scott)

προενίσταμαι: μέσ., ἐνίσταμαι, ἀντιλέγω πρότερον, Ἀριστ. π. Σοφιστ, Ἐλέγχ. 15. 8· οὕτω ῥηματ. ἐπίθετ. προενστατέον, αὐτόθι, 17, 19.

Greek Monolingual

Α ἐνίσταμαι
προβάλλω ένσταση προηγουμένως.