Νβάζω σε κάποιον ιδέα για κάτι που θα συμβεί ή για κάτι που συνέβη, προδιαθέτω κάποιον για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ιδεάζω (< ιδέα). Το ρ. μαρτυρείται από το 185β στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκ. Βυζαντίου].