ιδεάζω

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

1. ειδοποιώ, κάνω γνωστό
2. βάζω κάποιον σε σκέψη, σε υπόνοια για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + κατάλ. -άζω (πρβλ. ακμάζω, δικάζω)].