και προιάριο και πριάρι το, Νυπόπλωτο και αβαθές πλοιάριο για αλιεία σε λιμνοθάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοιάριον (< πλοῖον), με αφομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ-].