προιάρι

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και προιάριο και πριάρι το, Ν
υπόπλωτο και αβαθές πλοιάριο για αλιεία σε λιμνοθάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοιάριον (< πλοῖον), με αφομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ-].