λιμνοθάλασσα
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
[θᾰ], Att. λιμνοθάλαττα, ἡ, lagoon, Xanth.3, Arist.HA598a20, GA761b7, Gal.6.711; later, of the Dead Sea, Aët.1 Praef.
German (Pape)
[Seite 48] ἡ, ein vom ausgetretenen u. stehen gebliebenen Meerwasser gebildeter See oder Sumpf, aestuarium, Arist. H. A. 8, 13 gen. anim. 3, 11, Strab. oft.
Russian (Dvoretsky)
λιμνοθάλασσα: атт. λιμνο-θάλαττα ἡ застаивающаяся морская вода, лиман Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνοθάλασσα: Ἀττ. -ττα, ἡ, λίμνη σχηματισθεῖσα ἐκ θαλασσίου ὕδατος, λιμνοθάλασσα, Ξάνθ. 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 5, π. Ζ. Γεν. 3. 11, 7, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α λιμνοθάλασσα, αττ. τ. λιμνοθάλαττα)
νεοελλ.
1. έκταση καλυμμένη από νερά μικρού σχετικά βάθους, που βρίσκεται σε παράκτια περιοχή και έχει επικοινωνία με τη θάλασσα αλλά είναι αποκλεισμένη από το ανοιχτό πέλαγος μέσω ενός φραγμού, ο οποίος μπορεί να είναι ένα τοπογραφικό έπαρμα που έχει σχηματιστεί από άμμο ή κροκάλες, λόγω της δράσης τών κυμάτων, ή είναι ένας κοραλλιογενής ύφαλος (α. «παράκτια λιμνοθάλασσα» β. «κοραλλιογενής λιμνοθάλασσα» γ. «η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου»
2. φρ. «Νεφέλωμα της Λιμνοθάλασσας»
αστρον.
νέφος ιοντισμένου μεσοαστρικού αερίου και σκόνης διαμέτρου 33 ετών φωτός στην περιοχή του αστερισμού του Τοξότη
αρχ.
1. λίμνη που σχηματίστηκε από θαλασσινά νερά
2. αβαθής θαλάσσια περιοχή αποκλεισμένη μεταξύ νησίδων ή άλλων φυσικών εμποδίων
3. η Νεκρά Θάλασσα.