προκοιτών

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A ante-chamber, Plin.Ep.2.17.23: condemned by Phryn. 227, cf. Poll.10.43.

German (Pape)

[Seite 730] ῶνος, ὁ, Vorgemach, Lob. zu Phryn.

Greek (Liddell-Scott)

προκοιτών: -ῶνος, ὁ, λέξ. μεταγεν. ἀντὶ προδωμάτιον (ὃ ἴδε), προθάλαμος, Πολυδ. Ιϳ, 43· παρὰ Πλινίῳ (Ἐπ. 2. 17) φέρεται procoeton.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
προθάλαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κοιτών «θάλαμος, υπνοδωμάτιο»].