προκοιτών
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A ante-chamber, Plin.Ep.2.17.23: condemned by Phryn. 227, cf. Poll.10.43.
German (Pape)
[Seite 730] ῶνος, ὁ, Vorgemach, Lob. zu Phryn.
Greek (Liddell-Scott)
προκοιτών: -ῶνος, ὁ, λέξ. μεταγεν. ἀντὶ προδωμάτιον (ὃ ἴδε), προθάλαμος, Πολυδ. Ιϳ, 43· παρὰ Πλινίῳ (Ἐπ. 2. 17) φέρεται procoeton.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
προθάλαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κοιτών «θάλαμος, υπνοδωμάτιο»].