προθάλαμος

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ο χώρος πριν από τα κυρίως δωμάτια, χωλ
2. χώρος υποδοχής και αναμονής πριν από τις κυρίως αίθουσες σε δημόσιες υπηρεσίες, γραφεία, ιατρεία
3. (μηχανολ.) βοηθητικός θάλαμος που παρεμβάλλεται στους κινητήρες εσωτερικής καύσης μεταξύ του εγχυτήρα καυσίμου και του κυλίνδρου στις μηχανές εσωτερικής καύσης τύπου ντήζελ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Ν. Παπαδόπουλο].