προκαταθέω

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A run down before, v.l. in X. An.6.3.10.

German (Pape)

[Seite 728] (s. θέω), vorher od. voran herablaufen, gegen Einen einen Streifzug machen, Xen. An. 6, 1, 10.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταθέω: τρέχω πρὸς τὰ κάτω πρότερον, Ξεν Ἀνάβ. 6. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

courir en avant.
Étymologie: πρό, καταθέω.

Greek Monolingual

Α
τρέχω προς τα κάτω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταθέω «κατηφορίζω τρέχοντας»].