κατηφορίζω
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
(Μ κατηφορίζω) κατήφορος
1. (για έδαφος) είμαι κατηφορικός, είμαι επικλινής, κατεβαίνω («ο λοφίσκος κατηφορίζει σε ρεματιά»)
2. βαδίζω σε κατηφορικό δρόμο
μσν.
μτφ. χειροτερεύω, ξεπέφτω.