η, Ν1. προκαταρκτική μελέτη, προσχέδιο («έγινε η προμελέτη για την κατασκευή της γέφυρας»)2. εσκεμμένη προσχεδίαση ιδίως αξιόποινης πράξης («φόνος εκ προμελέτης»).[ΕΤΥΜΟΛ. προ- + μελέτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα].