προμιμνήσκω

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A remind beforehand, Gloss.

German (Pape)

[Seite 734] (s. μιμνήσκω), vorher erinnern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προμιμνήσκω: ὑπομιμνήσκω προηγουμένως, Γλωσσ.

Greek Monolingual

Α
υπενθυμίζω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + μιμνήσκω «υπενθυμίζω»].