πρόκλυτος

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

ον, (κλύω)

   A heard formerly, of olden time, ἔπεα Il.20.204.

German (Pape)

[Seite 730] vormals oder in früherer Zeit gehört, ἔπεα, alte Sagen, Il. 20, 204.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκλῠτος: -ον, (κλύω) ὁ ἀκουσθεὶς πρότερον, περίφημος τὸ πάλαι, ἔπεα Ἰλ. Υ. 204. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόκλυτα· τὰ προειρημένα, προηκουσμένα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entendu ou connu depuis longtemps.
Étymologie: προκλύω.

English (Autenrieth)

(κλύω): heard of old, ancient and celebrated; ἔπεα, Il. 20.204†.

Greek Monolingual

-ον, Α
περίφημος κατά τον παλαιό καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κλυτός «περίφημος, ένδοξος»].