προσαγόρευση

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / προσαγόρευσις, -εύσεως, ΝΑ προσαγορεύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσαγορεύω, προσφώνηση, χαιρετιστήρια αγόρευση
2. απονομή τίτλου.