προσανάπτω

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A attach, attribute, Phld.Vit.p.12 J.; τὸν λάρον Ἡρακλεῖ Sch.Ar.Av.568.

German (Pape)

[Seite 749] noch dazu anhängen, zueignen, Schol. Ar. Av. 568.

Greek (Liddell-Scott)

προσανάπτω: προσάπτω τι εἴς τινα, τινί τινα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 568.

Greek Monolingual

ΜΑ
προσάπτω, αποδίδω σε κάποιον κάτι («τὸν λάρον... Ἡρακλεῑ προσανάπτει», Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνάπτω «αναρτώ, προσδένω, αποδίδω»].