προσαρμοστικός

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. ο ικανός ή ο κατάλληλος να προσαρμόζει ή να προσαρμόζεται
2. φρ. «προσαρμοστικός φακός» — ο κρυσταλλοειδής φακός που παρέχει την ικανότητα προσαρμογής στο μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλία Φιλιππακόπουλο].