προσαρμοστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. ο ικανός ή ο κατάλληλος να προσαρμόζει ή να προσαρμόζεται
2. φρ. «προσαρμοστικός φακός» — ο κρυσταλλοειδής φακός που παρέχει την ικανότητα προσαρμογής στο μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλία Φιλιππακόπουλο].