προσαποφαίνω

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A show or prove besides, Pl.Plt.287a:—Med., Arist.Metaph.1089b16, Plu.2.152b.

German (Pape)

[Seite 751] noch dazu zeigen. darthun, Plat. Polit. 287 a u. Plut., auch med.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποφαίνω: ἀποφαίνω, ἀποδεικνύω προσέτι, Πλάτ. Πολιτ. 287Α. ― Μέσ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 2, 15, Πλούτ. 2. 152Β.

French (Bailly abrégé)

déclarer ou exposer en outre;
Moy. προσαποφαίνομαι m. sign.
Étymologie: πρός, ἀποφαίνω.

Greek Monolingual

Α
(το ενεργ. και μέσ.) αποδεικνύω κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποφαίνω / -ομαι «αποκαλύπτω, επιδεικνύω»].